Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

"Δεν είμαι ομοφυλόφιλος" λέει ο αστυνομικός που ντύθηκε γυναίκα!


Σε ένα πανέμορφο χωριό στα σύνορα του νομού Φθιώτιδας με την Ευρυτανία, σε απόσταση αναπνοής από το μαγευτικό Καρπενήσι, η παρουσία του δημοσιογράφου δεν εξάπτει την περιέργεια των κατοίκων. Μοιάζουν να γνωρίζουν ήδη τι ψάχνουμε, όταν τους συστηνόμαστε στην είσοδο ενός παραδοσιακού καφενείου. «Ο Χριστόφορος δεν είναι εδώ. Πρέπει να είναι στο σπίτι του. Να, στρίψτε εδώ δεξιά» μας λέει ένας ευγενικός νεαρός κατευθύνοντάς μας σε ένα δρομάκι με μισολιωμένους πάγους.

«Α, μόλις έφυγε. Πήγε λίγο παρακάτω, σε μια ταβέρνα. Με συγχωρείτε τώρα, γιατί πρέπει να επιστρέψω στον άρρωστο άντρα μου» μας λέει «κρεμασμένη» από την καγκελόπορτα του παλιού, χωριάτικου κτίσματος μια ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η μητέρα του Χριστόφορου Π., του πρώην αστυφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Ζωγράφου, ο οποίος στις 31 Ιουλίου του 2001 απολύθηκε από την ΕΛ.ΑΣ., επειδή ένα χρόνο νωρίτερα είχε συλληφθεί να περιφέρεται στο άλσος Ζωγράφου με εμφάνιση που σοκάρει. Φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες, μίνι φούστα, μαύρο καλσόν και μαύρο σουτιέν, το οποίο είχε φροντίσει να είναι ορατό μέσα από το λευκό πουκάμισο, αλλά και κόκκινο γυναικείο εσώρουχο που το έβλεπαν οι περαστικοί τη στιγμή που ουρούσε πίσω από θάμνους!Καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης διαδρομής μέχρι την ταβέρνα που μας υπέδειξε η μητέρα του, η συγκεκριμένη εικόνα, όπως ακριβώς περιγράφεται στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες και του απαγόρευσε την επιστροφή του στο Σώμα), είναι το μοναδικό πράγμα που στριφογυρίζει στο μυαλό μας. Είναι δυνατόν ένας νορμάλ άνθρωπος και δη όργανο της τάξης να πηγαίνει σε ένα πολυσύχναστο άλσος ντυμένος γυναίκα και να συλλαμβάνεται λίγη ώρα αργότερα έχοντας στην κατοχή του μια τσάντα με ζαρτιέρες, γυναικείες κάλτσες και ένα μπλε φουλάρι; «Φαίνομαι για ομοφυλόφιλος; Απλά ντύθηκα γυναίκα για να δελεάσω τον ληστή!»
«Σας φαίνομαι για ομοφυλόφιλος; Προκαλώ οποιονδήποτε ιατροδικαστή να έρθει να με εξετάσει. Κι αν διαπιστώσει ότι είμαι gay, τότε να το παραδεχτώ. Ομως τα πράγματα δεν είναι έτσι» επαναλαμβάνει χαρακτηριστικά, λίγα μόλις λεπτά από τη χειραψία γνωριμίας που έχουμε ανταλλάξει και μερικές ρουφηξιές ζεστού ελληνικού καφέ.Η όψη του αλλά και ο τρόπος ομιλίας του δίνουν την εντύπωση ατόμου ιδιαίτερα συνεσταλμένου, αγαθού και καλόπιστου. Αν και 42 ετών, κοκκινίζει και χαμηλώνει τα μάτια, όταν μερικοί από τους αυτήκοους μάρτυρες της συνομιλίας μας σιγοψιθυρίζουν: «Πω, πω, ρεζίλι μας έχει κάνει».Χρειάζονται δύο και πλέον ώρες συζήτησης ώστε ο πρώην αστυνομικός να μας ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του. Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια που λέει ότι είχε μέχρι την είσοδό του στην αστυνομία τον Ιούλιο του 1991 και την αποφράδα για εκείνον ημέρα της 23ης Μαΐου του 2001, όταν συνάδελφοί του της Αμεσης Δράσης τον έπιασαν ντυμένο με.. φούστα-μπλούζα!«Η αλήθεια είναι ότι έζησα πολύ σκληρά παιδικά χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός και με είχε πολύ περιορισμένο. Μέσα στο σπίτι. Ισως αυτό ήταν κάτι που μπορεί να με επηρέασε» λέει και αναφέρει ότι ήταν όνειρο ζωής για εκείνον να μπει στην αστυνομία. Το έβλεπε ως μια ευκαιρία να φύγει από το μικρό χωριό του και να ζήσει μια διαφορετική ζωή στην πόλη. «Μπήκα στο Σώμα στις 15 Ιουλίου του 1991. Τα τρία πρώτα χρόνια υπηρέτησα στο Α.Τ. Πεύκης. Το 1994 πήγα στην Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης, στην Καισαριανή. Μετά ζήτησαν ένα άτομο για τη σκοπιά του Υμηττού κι έτσι πήγα στο Α.Τ. Ζωγράφου. Εμενα στην εστία απέναντι από το άλσος. Η αλήθεια είναι ότι στην Αθήνα δεν έκανα πολλές παρέες. Ημουν κλεισμένος στον εαυτό μου, δεν ανοιγόμουν εύκολα ούτε στους συναδέλφους. Ομως ήμουν πολύ σωστός στη δουλειά μου. Ημουν ακούραστος και στη σκοπιά. Αλλωστε δεν είχα δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα. Η μοναδική μου τιμωρία ήταν δύο μήνες σε διαθεσιμότητα, επειδή τον Μάιο του 1998, ενώ ήμουν σκοπός, κάποιος έκλεψε μια Μοτορόλα μέσα από το λεωφορείο».Το πρόσωπό του όμως σκοτεινιάζει, όταν η αναδρομή που κάνει σκοντάφτει πάνω στο καυτό ζήτημα της εμφάνισής του ως γυναίκας στο άλσος, όπου έγινε αντιληπτός από τον συνταξιούχο πλέον αρχιφύλακα Β.Γ., ο οποίος εκείνη τη στιγμή έβγαζε βόλτα το σκύλο του.«Ηταν μια επιπολαιότητα για την οποία έχω μετανιώσει. Ηταν κάτι προκλητικό. Αλλά πώς έγινε; Από το 1997 είχα κόψει το κάπνισμα και έκανα συστηματικά προπόνηση. Ετσι την προηγούμενη ημέρα από τη σύλληψη είχα πάει στο άλσος για να τρέξω. Εβγαλα το μπουφάν μου, μέσα στο οποίο είχα 300.000 δραχμές, τις οποίες ήθελα να στείλω στους γονείς μου στο χωριό και το άφησα πάνω σε ένα παγκάκι. Τότε λοιπόν κι ενώ έτρεχα, κάποιος άγνωστος μου βούτηξε το μπουφάν με τα λεφτά. Μόλις το συνειδητοποίησα, κόντεψα να τρελαθώ. Ημουν οργισμένος» λέει και συνεχίζει: «Αργότερα το βράδυ πήγα σε μια καφετέρια, όπου σύχναζαν κάποιοι φίλοι μου. Τους είπα το συμβάν και κάποιος μεταξύ αστείου και σοβαρού μού είπε: “Βρε συ, δεν ντύνεσαι γυναίκα, μπας και σε πλησιάσει ευκολότερα ο δράστης και καταφέρεις να τον πιάσεις;” Η σκέψη μού καρφώθηκε στο μυαλό. Γύρισα στην εστία, καθόμουν και το σκεφτόμουν, και τελικά αποφάσισα να το κάνω, μπας και τσιμπήσει ο δράστης».Μάλιστα ο Χριστόφορος Π. παραδέχεται ότι για να του καρφωθεί, χωρίς να καταλάβει το γιατί, όπως λέει, η συγκεκριμένη ιδέα-προτροπή του φίλου του, συναίνεσε και ο ψυχικά διαταραγμένος εκείνη την περίοδο κόσμος του. Χαρακτηριστικά μάς αναφέρει ότι λόγω ενός προβλήματος που αντιμετώπιζε με τα νεφρά του αναγκαζόταν να παίρνει χάπια, τα οποία τον έκαναν να αισθάνεται κάπως «περίεργα». Ετσι λοιπόν το πρωινό της 23ης Μαρτίου του 2001, οπότε έχει ρεπό, τον βρίσκει σε μαγαζί στο Βύρωνα να ψωνίζει γυναικεία ρούχα - τα πολεμοφόδιά του για την αμφίεση.«Τα γυναικεία ρούχα τα φορούσα από μέσα. Από πάνω είχα βάλει ένα αντρικό παντελόνι και μπουφάν. Πήγα το απόγευμα κατά τις 6.00 στο άλσος και έμεινα με τα γυναικεία. Αφησα μέσα στο μπουφάν μάλιστα και 100.000 δραχμές. Επίτηδες, μπας και εμφανιζόταν και πάλι ο ληστής. Εγώ καθόμουν και περίμενα σταθερός σε ένα παγκάκι. Παραμόνευα, ντυμένος πάντα γυναικεία για δέλεαρ. Ναι, ούρησα, γιατί είχα πρόβλημα με τη συχνοουρία. Λίγη ώρα αργότερα πέρασε ο αρχιφύλακας και με είδε ντυμένο έτσι. Αμέσως ειδοποίησε την Αμεση Δράση. Ηρθαν τέσσερα άτομα και με συνέλαβαν. Εμειναν έκπληκτοι, όταν έμαθαν ότι είμαι αστυνομικός. Τους εξήγησα τι είχε συμβεί, αλλά δεν με πίστεψαν. Αν ήθελαν, μπορούσαν να με είχαν βοηθήσει. Να μου έκαναν σύσταση και να με άφηναν ελεύθερο. Να μην προχωρούσαμε με ΕΔΕ και άλλες διαδικασίες» λέει ο 42χρονος πρώην αστυφύλακας, ο οποίος πάντως παραδέχεται όχι μόνο ότι ήταν προκλητικός, αλλά και ότι έκανε τεράστιο λάθος, καθώς δεν ζήτησε από τη πρώτη στιγμή να εξεταστεί από ψυχίατρο, ώστε να διαπιστωθεί πως εκείνη την περίοδο δεν ήταν και στα... καλύτερά του.Ωστόσο δηλώνει πικραμένος όχι μόνο από τη στάση που κράτησαν οι συνάδελφοί του και το Πειθαρχικό Συμβούλιο αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η Δικαιοσύνη αντιμετώπισε το θέμα του. «Πιστεύω ότι άδικα έφυγα από το Σώμα. Ναι, έκανα μια βλακεία, αλλά δεν είμαι και εγκληματίας. Αλλοι κάνουν χειρότερα πράγματα και τους καλύπτουν. Εγώ επικαλέστηκα και ψυχολογικά προβλήματα. Προσκόμισα και χαρτί από ψυχίατρο, που μιλάει για διαταραχή προσωπικότητας, αλλά δεν το έκαναν δεκτό. Αλλά και οι δικαστές. Κοίταξαν το δέντρο και έχασαν το δάσος. Είδαν μόνο την πράξη αυτή καθαυτή και δεν το έψαξαν. Δεν κοίταξαν τους οικογενειακούς αλλά και τους ψυχολογικούς λόγους που μπορεί να με ώθησαν να κάνω κάτι τέτοιο. Σας το ξαναλέω, είμαι πικραμένος. Μπορούσαν να με τιμωρήσουν πειθαρχικά, αλλά όχι και να με αποτάξουν. Θα μπορούσαν να με βάλουν να υπηρετώ σε υπηρεσία γραφείου. Να με στείλουν σε κάποιο χωριό. Ακόμα και σκοπιά θα μπορούσα να κάνω... Και ήθελα μόνο τρία χρόνια ακόμα, ώστε να πάρω μια μικρή σύνταξη. Τώρα τα έχασα όλα, δέκα χρόνια υπηρεσίας πήγαν στράφι» επισημαίνει και καταλήγει: «Σκεφτόμουν να προσφύγω στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά χρειάζονται λεφτά κι εγώ δεν έχω».
«Εχω να πάω σε μπαρ από το 2001 - Το χαρτζιλίκι μου είναι 10 Ευρώ τη μέρα»
Η μετά την αστυνομία εποχή βρίσκει τον Χριστόφορο Π. στο χωριό του, άνεργο και φυλακισμένο στο μικρόκοσμό του. «Επέστρεψα στις 14 Οκτωβρίου του 2001 και φυσικά δεν ανέφερα στους γονείς μου και στις δύο αδερφές του τα πραγματικά αίτια της απόλυσής μου. Θα πέθαιναν» λέει και προσθέτει ότι τους πρώτους έξι μήνες μετά τον επαναπατρισμό του πήγε και εργάστηκε σε έναν εργολάβο στη Λαμία. «Ωστόσο αναγκάστηκα να γυρίσω στο χωριό, επειδή ο πατέρας μου αντιμετώπιζε προβλήματα με το αναπνευστικό του και έπρεπε να είμαι δίπλα του. Από τότε έχω να βγω και να πάω σε ένα μπαρ» λέει με παράπονο.Η κάθε ημέρα που ξημερώνει τον βρίσκει μόνο με 10 ευρώ στην τσέπη. Κι αυτά από το χαρτζιλίκι που του δίνει ο πατέρας του, από τη σύνταξη των 600 ευρώ που παίρνει. «Κατεβαίνω και κάθομαι μέχρι αργά το απογευματάκι στα καφενεία. Μετά γυρίζω και πάλι σπίτι. Ετσι κυλάει η ζωή μου» λέει. Σε ό,τι αφορά τους συγχωριανούς του, επισημαίνει ότι τον αντιμετώπισαν και τον αντιμετωπίζουν σαν πραγματικό παιδί τους. «Πολλοί από αυτούς με έχουν βοηθήσει και οικονομικά» αναφέρει, χωρίς να παραγνωρίζει ότι υπάρχουν και αρκετοί που τον κοιτάνε περιφρονητικά... Εκείνος πάντως τους αγαπάει, όπως και τον τόπο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν θέλει να φωτογραφηθεί μέσα στο χωριό του προκειμένου η πανέμορφη γενέτειρά του να διατηρήσει την ανωνυμία της.Για το μέλλον; Δηλώνει αισιόδοξος. «Παρ’ όλες αυτές τις κακές συγκυρίες και καταστάσεις δεν το βάζω κάτω. Ο χρόνος θα δείξει για την πορεία του καθενός. Είμαι αισιόδοξος ότι κάτι καλό θα συμβεί». Σε αυτό έχει να κάνει και η γνωριμία με μια κοπέλα (φοιτητριούλα), η οποία βρίσκεται στα... σκαριά αυτό τον καιρό. «Μου έχουν πει ότι θα μου τη γνωρίσουν. Μακάρι να πάνε όλα καλά και να γίνει κάτι. Θα σας φωνάξω» λέει γελώντας. Μακάρι... ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΥΣΟΥΛΟΣΦωτ.: Δ. ΓΚΟΛΦΟΜΗΤΣΟΣ δείτε περισσότερα
http://www.espressonews.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

News24

Καθημερινη
Ενημέρωση

Το PressOnIce επιλέγει για τις φωτογραφίες το:

Δωρεάν αποθήκευση φωτογραφιών